Όταν το coaching συνάντησε την εκμάθηση ξένων γλωσσών.

Ο όρος coaching συναντάται όλο και συχνότερα σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας, τις περισσότερες φορές όμως με εσφαλμένο τρόπο. Σίγουρα η πλειοψηφία των ανθρώπων ακούγοντας τη λέξη coach αυτόματα ανακαλούν την εικόνα ενός αθλητικού προπονητή αφού η χρήση του όρου έχει συνδεθεί με τα σπορ. Συχνή παρερμήνευση του όρου γίνεται όταν κάποιος αποκαλείται coach οποιασδήποτε μορφής δίχως να πληρεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις, οι οποίες είναι πολλές και σημαντικές. Στην πραγματικότητα, το coaching αποτελεί έναν ενδεδειγμένο τρόπο υλοποίησης στόχων μέσω συγκεκριμένων εργαλείων καθώς και υποστήριξης από καταρτισμένο επαγγελματία. Δεν αφορά ψυχανάλυση ή συμβουλευτική.
Σε αντίθεση με το coaching, η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι μία συνηθισμένη διαδικασία προς όλους καθώς ζούμε σε μία τουριστική χώρα. Επιπλέον θεωρείται βασικό προσόν για σπουδές, για την πρόσληψη κάποιου σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα και λοιπά. Αυτό οδηγεί στο να υπάρχει μία πλοιάδα επιλογών αναφορικά με την παροχή διδασκαλίας και με τις πιστοποιήσεις που δίνονται. Το ερώτημα που γεννάται είναι: “πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν πραγματικά και χειρίζονται σωστά μία ξένη γλώσσα και πόσες από τις πιστοποιήσεις που αναγνωρίζει το κράτος μας ανταποκρίνονται στο επίπεδο των κατόχων τους;”.
Στο σημείο αυτό μπαίνει στο κάδρο η νευροεπιστήμη, η οποία εδώ και πολλά χρόνια αθόρυβα πραγματοποιεί έρευνες και κάνει σημαντικές ανακαλύψεις σχετικά με την λειτουργία του εγκεφάλου μας. Πώς λειτουργεί; Από τι επηρεάζεται; Πώς μαθαίνει; Το τελευταίο κυρίως ερώτημα έδωσε έναυσμα για την ανάπτυξη της νευρογλωσσολογίας, της επιστήμης που ασχολείται με την μελέτη των νευρικών μηχανισμών του ανθρώπινου εγκεφάλου που είναι υπεύθυνοι για την κατονόηση, την παραγωγή και την κατάκτηση μιας γλώσσας.
Η νευρογλωσσολογία λοιπόν είναι ο κρίκος που ένωσε το coaching με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως πάνω από 1000 πιστοποιημένοι από τον ICF (international coach federation) neurolanguage coaches οι οποίοι εφαρμόζουν με επιτυχία τις στρατηγικές και τον κώδικα δεοντολογίας του coaching συνδυαστικά με τα ευρύματα της νευροεπιστήμης. Σκοπός τους είναι να βοηθήσουν όσους επιδιώκουν να μάθουν μία ξένη γλώσσα στο επίπεδο, στο πεδίο και στον χρόνο που επιθυμούν. Παρ’ όλα αυτά, το σημαντικότερο είναι ότι η επίτευξη του στόχου θα πραγματοποιηθεί αναπτύσοντας μία εντελώς προσωπική φόρμουλα, αφού σε συνεργασία με τον neurolanguage coach τους θα ανακαλύψουν τον τρόπο που το δικό τους μυαλό λειτουργεί, επεξεργάζεται και μαθαίνει.
Το neurolanguage coaching κερδίζει συνεχώς έδαφος, κυρίως στο εξωτερικό, αφού πρόκειται για μία επαναστατική μέθοδο εκμάθησης ξένων γλωσσών η οποία προσελκύει εκπαιδευτικούς με ανήσυχο πνεύμα. Ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τις δυστοκίες του εκπαιδευτικού συστήματος και προσπαθούν να δώσουν καινοτόμα και αποτελεσματικά συστήματα διδασκαλίας στους εκπαιδευόμενούς τους. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι άτομα που κατέχουν θέσεις σε υψηλά κλιμάκια και ασχολούνται με την εκπαίδευση αρνούνται να υϊοθετήσουν ένα επαναστατικό πρόγραμμα στα σχολεία, με πολλούς εκπαιδευτικούς να αντιστέκονται στην πρωτοπορία. Η επιλογή όμως για όσους συνειδητά επιθυμούν να μάθουν μία ξένη γλώσσα με σύγχρονο τρόπο, υπάρχει και ονομάζεται neurolanguage coaching.
Μαρία Δαμιανού
Neurolanguage Coach (ICF)
Accredited Coach (Ε.Κ.Π.Α)
Υπεύθυνη σπουδών MinDMasters (Α.Π.Θ)